- επεισπαίω
- ἐπεισπαίω (Α)1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά («ἡμῑν γὰρ ἀγαθῶν σωρὸς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπεισπέπαικεν», Αριστοφ.)2. προσκρούω, πέφτω επάνω («τὸν κρατῆρα ἐξέχεεν ἐπεισπαίσας», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισπαίω «προσκρούω»].
Dictionary of Greek. 2013.